πίσσα

πίσσα
πίσσᾰ, [dialect] Att. [full] πίττᾰ, ,
A pitch, Il.4.277, Hdt.4.195, Call.Hec.1.4.4, etc.: gen. pl. written

πισᾶν IG42(1).102.278

(Epid., iv B. C.); but sg. πίσσας ib.238,240: distd. as π. ὠμή and ἑψηθεῖσα, Thphr.HP3.9.2, cf. Plb.5.89.6, Hp.Mul.1.37; π. ὑγρά raw pitch, Dsc.1.72.1, PLond. 3.1171.11; opp. ξηρά, Dsc.1.72.5, PLond.3.929.66, SIG1171.14 ([place name] Lebena), cf. παλίμπισσα; ὀρὸς πίσσης, = πίσσανθος, Hp.Ulc.12: prov., μελάντερον ἠΰτε πίσσα Il.l.c.; ἄρτι μῦς πίττης γεύεται, i.e. he has got the first taste of misery, D.50.26, cf. Theoc.14.51;

πέπονθα . . ὄσσα κἡμ πίσσῃ μῦς Herod.2.62

.
II resin, used for treating winejars, PCair.Zen.481 (iii B. C.). (Cf. Lat. pix.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πίσσα — πίσσᾱ , πίσσα pitch fem nom/voc/acc dual πίσσα pitch fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίσσα — Προϊόν συμπύκνωσης, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη οργανικών υλών. Είναι υγρό ή παχύρευστο προϊόν, μαύρου ή σκούρου συνήθως χρώματος και αδιάλυτο στο νερό. λιθανθρακόπισσα. Είναι ένα παραπροϊόν της παρασκευής του φωταερίου, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • πίσσα — η 1. προϊόν απόσταξης γαιανθράκων, αλλιώς κατράμι, το, ή κατράνι, το. 2. μτφ., πολύ μαύρος: Μαύρος πίσσα, σκοτάδι πίσσα κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Νέφος μελάντερον ἠύτε πίσσα. — См. Как смоль черный …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πίσσας — πίσσᾱς , πίσσα pitch fem acc pl πίσσᾱς , πίσσα pitch fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίσσαι — πίσσα pitch fem nom/voc pl πίσσᾱͅ , πίσσα pitch fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πισσῶν — πίσσα pitch fem gen pl πισσόομαι pres part act masc voc sg (doric aeolic) πισσόομαι pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) πισσόομαι pres part act masc nom sg πισσόομαι pres inf act (doric) πισσόω pitch over pres part act masc voc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιττῶν — πίσσα pitch fem gen pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίσσαν — πίσσα pitch fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίσσης — πίσσα pitch fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίσσῃ — πίσσα pitch fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”